-
1 ἀλώπηξ
ἀλώπηξ, εκος, ἡ ( Her. ἀλωπέκεων gen. pl. 3, 102; ἀλωπεκέεσσι Opp. Cyn. 1, 433), der Fuchs, Pind. αἴϑων Ol. 10, 20; μῆτιν ἀλώπηξ, an Schlauheit ein Fuchs, I. 3, 65; κερδαλέα καὶ ποικίλη Plat. Rep. II, 365 c; häufig ein listiger, ränkevoller Mensch, ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν Solon bei Plut. Sol. 30. Auch gleich ἀλωπεκῆ, Fuchsbalg, s. Ruhnk. zu Tim. 257; Krankheit, ἀλωπεκία, Call. Dian. 79; Hippocr. – Bei Arist. H. A. 1, 5 πτηνὰ δερμόπτερα, οἷον ἀλώπηξ wahrscheinlich sciurus volans. – Auch ein Fisch, Arist. H. A. 6, 10; Opp. H. 3, 144; Ael. H. A. 9, 12. S. ἀλωπεκίας. – Nach Ath. IX, 399 b und Poll. 2, 185 die Lendenmuskeln.
-
2 μῆτις
μῆτις, ιος, att. ιδος, ἡ, dat. ep. μήτῑ, acc. μῆτιν, Klugheit, Einsicht, Verstand; Διῒ μῆτιν ἀτάλαντον, an Klugheit, Il. 2, 169, öfter; μήτι τοι δρυτόμος μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφιν, 23, 315; Od. 23, 125; μῆτιν ἀλώπηξ, Pind. I. 3, 65. – Bes. kluger Rath, Rathschluß, Anschlag; φραζώμεϑα μῆτιν ἀρίστην, Il. 17, 634; εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο, 10, 19; ὑφαίνειν, 7, 324 u. öfter; neben νόος, 15, 509; ἥν τινα μῆτιν ἐνὶ στήϑεσσι κέκευϑεν, Od. 3, 18; ὀρϑόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις, Pind. P. 4, 262; σοφῶν μητίεσσι, Ol. 1, 9; γυναικοβούλους τε μήτιδας φρενῶν, Aesch. Ch. 617; Suppl. 949; τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων, welchen Entschluß fassend, hegend, Soph. Ant. 159; einzeln bei sp. D.
См. также в других словарях:
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek